- ἐπικύημα
- ἐπικύημαa superfetationneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικύημα — ἐπικύημα, τὸ (Α) [κυώ] έμβρυο που συλλαμβάνεται από ήδη έγκυο γυναίκα ή θηλυκό ζώο … Dictionary of Greek
ἐπικυήμασι — ἐπικύημα a superfetation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυήματα — ἐπικύημα a superfetation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)